- παθητός
- παθητός, -ή, -όν (Α)1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.)3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο μεταβλητός5. αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, χωρίς να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, παθητικός6. αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος κατά τα ρημ. επιθ. σε -τός].
Dictionary of Greek. 2013.